- ἔνθηρος
- ἔνθηροςfull of wild beastsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένθηρος — ἔνθηρος, ον (Α) [θηρ] 1. (για τόπο) ο γεμάτος θηρία, άγρια ζώα («ἐν τοῑς μάλιστα ἐνθηροτάτοις χωρίοις», Αιλ.) 2. μτφ. άγριος, τραχύς («ἔνθηρον τρίχα», Αισχύλ.) 3. (για μέλος τού σώματος) αυτός που έχει αφορμισμένη πληγή 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ἔνθηρον — ἔνθηρος full of wild beasts masc/fem acc sg ἔνθηρος full of wild beasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθήρου — ἔνθηρος full of wild beasts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνθηρα — ἔνθηρος full of wild beasts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνθηροι — ἔνθηρος full of wild beasts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ARCTON — insul. Cyzicus ita vocabatur. Steph. a Iovis nutricibus, quas illic in ἄρκτους, i. e. ursas migrâsle tradunt. Η῍ ὅτι ὁ τόπος ἐνθηρος, καὶ ἀπὸ τȏυ ςθηρίου τῆς ἄρκτου ὠνομάςθη, ἢ διὰ τὸ ὑψηλον` τȏυ ὄρους (erat enim mons Cyzico incumbens) ἀπὶ τȏυ… … Hofmann J. Lexicon universale
θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 … Dictionary of Greek